υποκρισία

υποκρισία
1) hypocrisie
2) jésuitisme

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υποκρισία — η / ὑποκρισία, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑποκρισίη, Α [ὑποκριτής] νεοελλ. 1. απόκρυψη τών πραγματικών αισθημάτων, προσποίηση, δολιότητα 2. πλαστή εμφάνιση αρετής μσν. αρχ. η υποκριτική, η τέχνη τού υποκριτή, τού ηθοποιού, η ηθοποιία …   Dictionary of Greek

  • υποκρισία — η 1. το να είναι κανείς υποκριτής. 2. η απόκρυψη των πραγματικών αισθημάτων, η προσποίηση, η δολιότητα. 3. πλαστή εμφάνιση αρετής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποκρισίης — ὑποκρισία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λουκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο μάρτυρας. Μαρτύρησε επί Λικινίου (307 323), με ξίφος, στην πόλη των Τομέων της Σκυθίας μαζί με τον Ζωτικό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Λ. ο μάρτυρας. Ήταν πρεσβύτερος στην… …   Dictionary of Greek

  • Hipocresía — (Del gr. hypokrisia.) ► sustantivo femenino Actitud del que finge o aparenta lo que no es o siente: ■ es evidente la hipocresía de su sonrisa. SINÓNIMO afectación disimulo doblez falsedad fingimiento ANTÓNIMO franqueza …   Enciclopedia Universal

  • ανειλικρίνεια — η έλλειψη ειλικρίνειας, υποκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ειλικρίνεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Φαρσή] …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπαρέσκεια — η (Μ ἀνθρωπαρέσκεια) η ιδιότητα του ανθρωπάρεσκου, η οποία μπορεί να συνδυάζεται με ιδιοτέλεια, επιδεικτικότητα, κενοδοξία, υποκρισία, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • ανυπόκριτος — η, ο (Α ἀνυπόκριτος, ον) ο χωρίς υποκρισία, απροσποίητος, ειλικρινής …   Dictionary of Greek

  • διειρωνόξενος — διειρωνόξενος, ον (Α) αυτός που εξαπατά τους ξένους με την ειρωνεία και την υποκρισία του …   Dictionary of Greek

  • διπλόη — η (AM διπλόη) [διπλούς] 1. πτυχή, κοίλωμα 2. το μέρος τής ραφής τών οστών τού κρανίου, η εντομή τού κρανίου αρχ. μσν. υποκρισία, ανειλικρίνεια αρχ. 1. (για μέταλλα) πτυχή, σχισμάδα, σύνδεσμος (π.χ. δύο σιδερένιων πλακών) 2. (για χρησμό) ασάφεια,… …   Dictionary of Greek

  • εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”